μπαλωτάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπαλωτάρω < μπαλωθιά

μπαλωτάρω

  1. πυροβολώ στον αέρα
  2. ρίχνω μπαλωθιές

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]