μπαστουρώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπαστουρώνω < μπαστούρα
Ρήμα
[επεξεργασία]μπαστουρώνω
- περνάω μπαστούρα ή μπαστούρες σε ζώο ή κοπάδι ζώων.
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπαστουρώνω | μπαστούρωνα | θα μπαστουρώνω | να μπαστουρώνω | μπαστουρώνοντας | |
β' ενικ. | μπαστουρώνεις | μπαστούρωνες | θα μπαστουρώνεις | να μπαστουρώνεις | μπαστούρωνε | |
γ' ενικ. | μπαστουρώνει | μπαστούρωνε | θα μπαστουρώνει | να μπαστουρώνει | ||
α' πληθ. | μπαστουρώνουμε | μπαστουρώναμε | θα μπαστουρώνουμε | να μπαστουρώνουμε | ||
β' πληθ. | μπαστουρώνετε | μπαστουρώνατε | θα μπαστουρώνετε | να μπαστουρώνετε | μπαστουρώνετε | |
γ' πληθ. | μπαστουρώνουν(ε) | μπαστούρωναν μπαστουρώναν(ε) |
θα μπαστουρώνουν(ε) | να μπαστουρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπαστούρωσα | θα μπαστουρώσω | να μπαστουρώσω | μπαστουρώσει | ||
β' ενικ. | μπαστούρωσες | θα μπαστουρώσεις | να μπαστουρώσεις | μπαστούρωσε | ||
γ' ενικ. | μπαστούρωσε | θα μπαστουρώσει | να μπαστουρώσει | |||
α' πληθ. | μπαστουρώσαμε | θα μπαστουρώσουμε | να μπαστουρώσουμε | |||
β' πληθ. | μπαστουρώσατε | θα μπαστουρώσετε | να μπαστουρώσετε | μπαστουρώστε | ||
γ' πληθ. | μπαστούρωσαν μπαστουρώσαν(ε) |
θα μπαστουρώσουν(ε) | να μπαστουρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπαστουρώσει | είχα μπαστουρώσει | θα έχω μπαστουρώσει | να έχω μπαστουρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις μπαστουρώσει | είχες μπαστουρώσει | θα έχεις μπαστουρώσει | να έχεις μπαστουρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει μπαστουρώσει | είχε μπαστουρώσει | θα έχει μπαστουρώσει | να έχει μπαστουρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπαστουρώσει | είχαμε μπαστουρώσει | θα έχουμε μπαστουρώσει | να έχουμε μπαστουρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε μπαστουρώσει | είχατε μπαστουρώσει | θα έχετε μπαστουρώσει | να έχετε μπαστουρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μπαστουρώσει | είχαν μπαστουρώσει | θα έχουν μπαστουρώσει | να έχουν μπαστουρώσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπαστουρώνω
|