μπαστουρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπαστουρώνω < μπαστούρα

μπαστουρώνω

  • περνάω μπαστούρα ή μπαστούρες σε ζώο ή κοπάδι ζώων.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]