μπαστούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπαστούρα | οι | μπαστούρες |
γενική | της | μπαστούρας | — | |
αιτιατική | την | μπαστούρα | τις | μπαστούρες |
κλητική | μπαστούρα | μπαστούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπαστούρα θηλυκό, πληθυντικός μπαστούρες
- στη ναξιακή και ευρύτερα την κυκλαδική διάλεκτο: ο ποδόδεσμος των ζώων.
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- πρόκειται για κοντό σχοινί με ακραίους κόμπους όπου προσδένονται το μπροστινό με το πίσω πόδι, ίδιας πλευράς, αιγοπροβάτων, βοοειδών, ημιόνων κ.λπ. για να μη απομακρύνονται, ή να υπερπηδούν φράκτες.
Παράγωγα[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπαστούρα
|