ξεμπαστουρώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεμπαστουρώνω < ξε- μπαστουρώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεμπαστουρώνω
- αφαιρώ μπαστούρα ή μπαστούρες από ζώο, ή κοπάδι ζώων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεμπαστουρώνω
|