μπεγλερίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπεγλερίζω < μπεγλέρι
Ρήμα
[επεξεργασία]μπεγλερίζω
- παίζω το κομπολόι ή (μεταφορικά) "χρησιμοποιώ κάποιον όπως θέλω". Η αρχική έννοια του ρήματος ήταν "κουνώ τα ζάρια"
- <παράδειγμα>
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπεγλερίζω | μπεγλέριζα | θα μπεγλερίζω | να μπεγλερίζω | μπεγλερίζοντας | |
β' ενικ. | μπεγλερίζεις | μπεγλέριζες | θα μπεγλερίζεις | να μπεγλερίζεις | μπεγλέριζε | |
γ' ενικ. | μπεγλερίζει | μπεγλέριζε | θα μπεγλερίζει | να μπεγλερίζει | ||
α' πληθ. | μπεγλερίζουμε | μπεγλερίζαμε | θα μπεγλερίζουμε | να μπεγλερίζουμε | ||
β' πληθ. | μπεγλερίζετε | μπεγλερίζατε | θα μπεγλερίζετε | να μπεγλερίζετε | μπεγλερίζετε | |
γ' πληθ. | μπεγλερίζουν(ε) | μπεγλέριζαν μπεγλερίζαν(ε) |
θα μπεγλερίζουν(ε) | να μπεγλερίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπεγλέρισα | θα μπεγλερίσω | να μπεγλερίσω | μπεγλερίσει | ||
β' ενικ. | μπεγλέρισες | θα μπεγλερίσεις | να μπεγλερίσεις | μπεγλέρισε | ||
γ' ενικ. | μπεγλέρισε | θα μπεγλερίσει | να μπεγλερίσει | |||
α' πληθ. | μπεγλερίσαμε | θα μπεγλερίσουμε | να μπεγλερίσουμε | |||
β' πληθ. | μπεγλερίσατε | θα μπεγλερίσετε | να μπεγλερίσετε | μπεγλερίστε | ||
γ' πληθ. | μπεγλέρισαν μπεγλερίσαν(ε) |
θα μπεγλερίσουν(ε) | να μπεγλερίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπεγλερίσει | είχα μπεγλερίσει | θα έχω μπεγλερίσει | να έχω μπεγλερίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μπεγλερίσει | είχες μπεγλερίσει | θα έχεις μπεγλερίσει | να έχεις μπεγλερίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μπεγλερίσει | είχε μπεγλερίσει | θα έχει μπεγλερίσει | να έχει μπεγλερίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπεγλερίσει | είχαμε μπεγλερίσει | θα έχουμε μπεγλερίσει | να έχουμε μπεγλερίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μπεγλερίσει | είχατε μπεγλερίσει | θα έχετε μπεγλερίσει | να έχετε μπεγλερίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μπεγλερίσει | είχαν μπεγλερίσει | θα έχουν μπεγλερίσει | να έχουν μπεγλερίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπεγλερίζω
|