μπεγλερίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπεγλερίζω < μπεγλέρι

μπεγλερίζω

  • παίζω το κομπολόι ή (μεταφορικά) "χρησιμοποιώ κάποιον όπως θέλω". Η αρχική έννοια του ρήματος ήταν "κουνώ τα ζάρια"
<παράδειγμα>


Μεταφράσεις

[επεξεργασία]