μπεγλέρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μπεγλέρι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπεγλέρι τα μπεγλέρια
      γενική του μπεγλεριού των μπεγλεριών
    αιτιατική το μπεγλέρι τα μπεγλέρια
     κλητική μπεγλέρι μπεγλέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπεγλέρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική begleri

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπεγλέρι ουδέτερο

  1. το κομπολόι
  2. είδος κομπολογιού με λίγες χάντρες (πχ. 2 ή 4) σε σχετικά κοντό σχοινί

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη κομπολόι