μπερέ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπερέ < από το γαλλικό béret
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπερέ ουδέτερο άκλιτο
- άλλη μορφή του μπερές.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπερέ
|