μπερέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπερέ < από το γαλλικό béret
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπερέ ουδέτερο άκλιτο
- άλλη μορφή του μπερές.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπερέ
|