μπισόουνεν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπισόουνεν < ιαπωνικά: 美少年, Χέπμπορν: Bishōnen (μετάφραση: ωραίος νέος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπισόουνεν αρσενικό άκλιτο

  • ιαπωνικός χαρακτηρισμός για την ιδανική εικόνα ενός όμορφου νέου άνδρα, και ιδιαίτερα στα manga και τα anime

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]