manga
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
manga | mangas |
manga (fr) αρσενικό
- το μάνγκα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
manga | mangas |
manga (pt) θηλυκό
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]manga (tr)
- μικρό στρατιωτικό σώμα
- παλικαράς