μπογιατίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπογιατίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος μπογιατίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

μπογιατίζομαι

→ δείτε τη λέξη μπογιατίζω