μπορεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

μπορεί

  1. γ' ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα του ρήματος μπορώ
  2. (απροσώπως + υποτακτική) υπάρχει η πιθανότητα ή η δυνατότητα να γίνει κάτι
    μπορεί να βρέξει αύριο
    Δεν μπορεί να έγινε τέτοιο πράγμα!