μπουρδουκλωθείτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

μπουρδουκλωθείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μπουρδουκλώνομαι
  2. θα μπουρδουκλωθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μπουρδουκλώνομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος μπουρδουκλώνομαι