μποϋκοτάζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μποϋκοτάζ < → δείτε τη λέξη μποϊκοτάζ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /bo.i.koˈtaz/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μποϋκοτάζ ουδέτερο άκλιτο
- παρωχημένη γραφή του μποϊκοτάζ μη απλοποιημένη γραφή σε μίμηση του γαλλικού boycottage
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μποϋκοτάζ
|