μπρεντ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπρεντ < από το αγγλικό brent crude
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπρεντ ουδέτερο άκλιτο
- κατηγορία του αργού πετρελαίου που αντλείται από τη Βόρεια Θάλασσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπρεντ
|