μυθοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυθοποιούμαι, παθητική φωνή του μυθοποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

μυθοποιούμαι

→ δείτε τη λέξη μυθοποιώ