μυθοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μυθοποιώ < μυθοποιός (< μῦθος + -ποιος). Μορφολογικά αναλύεται σε μυθο- + ποιώ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mi.θo.piˈo/

μυθοποιώ

  1. κάνω κάποιον / κάτι μύθο αποδίδοντάς του ανάλογες ιδιότητες
  2. (κατ’ επέκταση) θαυμάζω κι εξυμνώ το χαρακτήρα και τις πράξεις κάποιου σε υπερβολικό βαθμό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]