μυθοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυθοποίηση οι μυθοποιήσεις
      γενική της μυθοποίησης* των μυθοποιήσεων
    αιτιατική τη μυθοποίηση τις μυθοποιήσεις
     κλητική μυθοποίηση μυθοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μυθοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μυθοποίηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μυθοποίησις[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μυθοποίηση θηλυκό

  • η απόδοση σε κάποιον ή κάτι μυθικών διαστάσεων, η μεταβολή του σε μύθο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]