μυθοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυθοποίηση οι μυθοποιήσεις
      γενική της μυθοποίησης* των μυθοποιήσεων
    αιτιατική τη μυθοποίηση τις μυθοποιήσεις
     κλητική μυθοποίηση μυθοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μυθοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυθοποίηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μυθοποίηση θηλυκό

  • η απόδοση σε κάποιον ή κάτι μυθικών διαστάσεων, η μεταβολή του σε μύθο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]