μυθοποιήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μυθοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μυθοποιώ
- θα μυθοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μυθοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μυθοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μυθοποίηση