εξυμνώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξυμνώ < (ελληνιστική κοινή) ἐξυμνέω / ἐξυμνῶ < αρχαία ελληνική ὑμνέω / ὑμνῶ < ὕμνος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sh₂em (τραγουδώ)
Ρήμα
[επεξεργασία]εξυμνώ (παθητική φωνή: εξυμνούμαι)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- εξύμνηση
- εξυμνητικά
- εξυμνητικός
- → δείτε τις λέξεις υμνώ και ύμνος
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξυμνώ | εξυμνούσα | θα εξυμνώ | να εξυμνώ | εξυμνώντας | |
β' ενικ. | εξυμνείς | εξυμνούσες | θα εξυμνείς | να εξυμνείς | (εξύμνει) | |
γ' ενικ. | εξυμνεί | εξυμνούσε | θα εξυμνεί | να εξυμνεί | ||
α' πληθ. | εξυμνούμε | εξυμνούσαμε | θα εξυμνούμε | να εξυμνούμε | ||
β' πληθ. | εξυμνείτε | εξυμνούσατε | θα εξυμνείτε | να εξυμνείτε | εξυμνείτε | |
γ' πληθ. | εξυμνούν(ε) | εξυμνούσαν(ε) | θα εξυμνούν(ε) | να εξυμνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξύμνησα | θα εξυμνήσω | να εξυμνήσω | εξυμνήσει | ||
β' ενικ. | εξύμνησες | θα εξυμνήσεις | να εξυμνήσεις | εξύμνησε | ||
γ' ενικ. | εξύμνησε | θα εξυμνήσει | να εξυμνήσει | |||
α' πληθ. | εξυμνήσαμε | θα εξυμνήσουμε | να εξυμνήσουμε | |||
β' πληθ. | εξυμνήσατε | θα εξυμνήσετε | να εξυμνήσετε | εξυμνήστε | ||
γ' πληθ. | εξύμνησαν εξυμνήσαν(ε) |
θα εξυμνήσουν(ε) | να εξυμνήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξυμνήσει | είχα εξυμνήσει | θα έχω εξυμνήσει | να έχω εξυμνήσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξυμνήσει | είχες εξυμνήσει | θα έχεις εξυμνήσει | να έχεις εξυμνήσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξυμνήσει | είχε εξυμνήσει | θα έχει εξυμνήσει | να έχει εξυμνήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξυμνήσει | είχαμε εξυμνήσει | θα έχουμε εξυμνήσει | να έχουμε εξυμνήσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξυμνήσει | είχατε εξυμνήσει | θα έχετε εξυμνήσει | να έχετε εξυμνήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξυμνήσει | είχαν εξυμνήσει | θα έχουν εξυμνήσει | να έχουν εξυμνήσει |
|