praise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
praise | praises |
praise (en)
- ο ύμνος
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | praise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | praises |
αόριστος | praised |
παθητική μετοχή | praised |
ενεργητική μετοχή | praising |
praise (en)