Μετάβαση στο περιεχόμενο

extol

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας extol
γ΄ ενικό ενεστώτα extols
αόριστος extolled
παθητική μετοχή extolled
ενεργητική μετοχή extolling

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
extol < λείπει η ετυμολογία

extol (en)