extol
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | extol |
γ΄ ενικό ενεστώτα | extols |
αόριστος | extolled |
παθητική μετοχή | extolled |
ενεργητική μετοχή | extolling |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- extol < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
extol (en)