νίψει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

νίψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος νίβω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νίβω
  3. θα νίψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νίβω