ναούμ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία el
[επεξεργασία]- ναούμ < να πούμε • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επιφώνημα
[επεξεργασία]ναούμ
- (λαϊκό, σκωπτικό, προφορικό) συνήθως σε τέλος φράσης για έμφαση
- ※ οπότε γυρνάει ο τύπος με το ίδιο ύφος των χιλίων καρδιναλίων και μου λέει «είμαι άνεργος ναούμ κι από το πρωί μ’ ένα καφέ ναούμ και πείνασα, κατάλαβες»; (kleitor.blogspot, 2013)
- ※ ψηφίστε με να ξαναβγώ πρωθυπουργός γιατί είμαι μάγκας και ειλικρινής και πατριώτης και μάγκας και νταξ ναούμ (e-kanali.blogspot, 2015)