νενικηκώς ἔσομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
- νενικηκώς ἔσομαι
- α΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική ενεργητικού τετελεσμένου μέλλοντα του ρήματος νικάω και σε συνηρημένο τύπο νικῶ
- → δείτε τη λέξη νικάω