νεοαφιχθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεοαφιχθείς < νεο- + αφιχθείς, μετοχή αορίστου του ἀφικνοῦμαι (φτάνω σε έναν τόπο)

Επίθετο[επεξεργασία]

νεοαφιχθείς -είσα -έν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]