νεοφανώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεοφανώς < νεοφαν(ής) + -ώς
Επίρρημα[επεξεργασία]
νεοφανώς
- για κάτι που εμφανίστηκε πρόσφατα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεοφανώς
|