ντάρι ντάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ντάρι ντάρι : επαναληπτική παραφθορά του ταίρι[1]

Έκφραση

[επεξεργασία]

ντάρι ντάρι

  • ταίρι - ταίρι, κατά ζεύγη, ζευγαρωτά
  • αναφέρεται ως ρυθμική επωδός σε ελληνικά δημοτικά τραγούδια κυρίως νησιώτικα.
* ντάρι ντάρι, ντάρι ντάρι στο γιαλό πετούν οι γλάροι.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

<references>

  1. η άποψη ότι προέρχεται εκ της τουρκικής dari (γενική, δοτική, αιτιατική ενικού του dar = οικία), όπου ντάρι ντάρι σημαίνει από οικία σε οικία, αποδεικνύεται από την ελληνική χρήση ότι δεν ευσταθεί