νταμουζλούκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νταμουζλούκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική damızlık +

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νταμουζλούκι και νταμαζλούκι ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]