ντούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντούλα < πιθανώς από το γαλλικό ondulation (κυματισμός) λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντούλα θηλυκό

  1. ένδυμα παλαιότερης εποχής, πολύπτυχη φούστα ραμμένη σε ένα μπούστο
    ※  Η καθημερινή φορεσιά: η ντούλα: Ντούλα Κύμης ονομάζεται το σκουρόχρωμο πτυχωτό φουστάνι και κατ' επέκταση ολόκληρη η καθημερινή φορεσιά (Οι Σκυριανές φορεσιές, Αλίκη Λάμπρου, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, 1994 σελ. 73)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]