ντρίτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντρίτα < diritta (ιταλικά)

Επίρρημα[επεξεργασία]

ντρίτα

  • (κεφαλονίτικο ιδίωμα) ίσια, ευθεία μπροστά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]