ντροπιάσουμε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ντροπιάσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ντροπιάζω
  2. θα ντροπιάσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ντροπιάζω