ντροπιάσουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ντροπιάσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ντροπιάζω
- θα ντροπιάσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ντροπιάζω