νυκτίβρομος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νυκτίβρομος < νύξ + βρέμω

Επίθετο

[επεξεργασία]

ὁ ἡ νυκτίβρομος, ον