ξαναμαθαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαναμαθαίνω < ξανα- + μαθαίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξαναμαθαίνω

  • μαθαίνω για ακόμη μια φορά κάτι που έχω ήδη μάθει
    Είχα ξεχάσει κάποιες αγγλικές λέξεις, οπότε έκατσα και τις ξαναέμαθα.

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]