ξαπολώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαπολώ < καθαρεύουσα ἐξαπολύω μεσαιωνική ελληνική ξαπολῶ και ἐξαπολῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

ξαπολώ

  • εξαπολύω, ξαμολώ με επιθετικές ή αμυντικές προθέσεις σκυλιά ή κάτι που κανονικά πρέπει να ελέγχεται

Μεταφράσεις[επεξεργασία]