ξεκαπνίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεκαπνίζω <
  1. ξε- + καπνίζω
  2. ξεκαπνίζω την εξάτμιση (οδηγώντας με υψηλές στροφές)

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεκαπνίζω

  1. αφαιρώ την καπνιά που έχει επικαθίσει σε μια επιφάνεια
  2. (για αυτοκίνητα) οδηγώ ανεβάζοντας ψηλά τις στροφές του κινητήρα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]