ξεκαπνίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεκαπνίζω <
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεκαπνίζω
- αφαιρώ την καπνιά που έχει επικαθίσει σε μια επιφάνεια
- (για αυτοκίνητα) οδηγώ ανεβάζοντας ψηλά τις στροφές του κινητήρα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεκαπνίζω | ξεκάπνιζα | θα ξεκαπνίζω | να ξεκαπνίζω | ξεκαπνίζοντας | |
β' ενικ. | ξεκαπνίζεις | ξεκάπνιζες | θα ξεκαπνίζεις | να ξεκαπνίζεις | ξεκάπνιζε | |
γ' ενικ. | ξεκαπνίζει | ξεκάπνιζε | θα ξεκαπνίζει | να ξεκαπνίζει | ||
α' πληθ. | ξεκαπνίζουμε | ξεκαπνίζαμε | θα ξεκαπνίζουμε | να ξεκαπνίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεκαπνίζετε | ξεκαπνίζατε | θα ξεκαπνίζετε | να ξεκαπνίζετε | ξεκαπνίζετε | |
γ' πληθ. | ξεκαπνίζουν(ε) | ξεκάπνιζαν ξεκαπνίζαν(ε) |
θα ξεκαπνίζουν(ε) | να ξεκαπνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεκάπνισα | θα ξεκαπνίσω | να ξεκαπνίσω | ξεκαπνίσει | ||
β' ενικ. | ξεκάπνισες | θα ξεκαπνίσεις | να ξεκαπνίσεις | ξεκάπνισε | ||
γ' ενικ. | ξεκάπνισε | θα ξεκαπνίσει | να ξεκαπνίσει | |||
α' πληθ. | ξεκαπνίσαμε | θα ξεκαπνίσουμε | να ξεκαπνίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεκαπνίσατε | θα ξεκαπνίσετε | να ξεκαπνίσετε | ξεκαπνίστε | ||
γ' πληθ. | ξεκάπνισαν ξεκαπνίσαν(ε) |
θα ξεκαπνίσουν(ε) | να ξεκαπνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεκαπνίσει | είχα ξεκαπνίσει | θα έχω ξεκαπνίσει | να έχω ξεκαπνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεκαπνίσει | είχες ξεκαπνίσει | θα έχεις ξεκαπνίσει | να έχεις ξεκαπνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεκαπνίσει | είχε ξεκαπνίσει | θα έχει ξεκαπνίσει | να έχει ξεκαπνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεκαπνίσει | είχαμε ξεκαπνίσει | θα έχουμε ξεκαπνίσει | να έχουμε ξεκαπνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεκαπνίσει | είχατε ξεκαπνίσει | θα έχετε ξεκαπνίσει | να έχετε ξεκαπνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεκαπνίσει | είχαν ξεκαπνίσει | θα έχουν ξεκαπνίσει | να έχουν ξεκαπνίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεκαπνίζω
|