ξεκατινιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεκατινιάζω < ξε- + κατινιάζω εκ του κατίνα (= ράχη)

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεκατινιάζω

  1. εξαντλώ κάποιον τελείως από βάρος ή κούραση
  2. (μεταφορικά) ξεφτιλίζω κάποιον από το βάρος κατηγοριών που του αποδίδονται

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]