ξεκληρίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεκληρίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος ξεκληρίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεκληρίζομαι

→ δείτε τη λέξη ξεκληρίζω