Μετάβαση στο περιεχόμενο

ξελαγαρίζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξελαγαρίζω < ξε- και λαγαρίζω, το ξε- ως επιτατικό, λαγαρίζω πολύ καλά

ξελαγαρίζω

  • καθαρίζω τέλεια, κάνω κάτι πολύ λαμπερό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]