λαγαρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαγαρίζω < λαγαρός +-ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

λαγαρίζω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι λαγαρό, καθαρό, διαυγές, λαμπερό
    λαγαρίζω το κρασί, τα ασημικά
  2. (αμετάβατο) καθαρίζω, αποκτώ διαύγεια

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]