ξενυχιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξενυχιάζω < ξε + νύχι + -άζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξενυχιάζω

  1. πατάω κάποιον στα νύχια και τον πονώ
  2. τον βασανίζω, του βγάζω τα νύχια

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]