ξερόλιθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξερόλιθος αρσενικό
- βλ. ξηρόλιθος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξερόλιθος
|
ξερόλιθος αρσενικό
|