ξεσπάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεσπάζω < μεσαιωνική ελληνική από τον αόριστο ἐξέσπασα του αρχαία ελληνική ἐκσπάω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεσπάζω (& ξεσπάω-ξεσπώ)

→ δείτε τη λέξη ξεσπάω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]