ξεσυννεφιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεσυννεφιάζω < ξε + συννεφιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεσυννεφιάζω

  1. για τον ουρανό, καθαρίζω από σύννεφα
  2. (μεταφορικά) φτιάχνει η διάθεσή μου, δεν δείχνω στενοχωρημένος ή θυμωμένος πια

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]