ξεφράζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεφράζω < μεσαιωνική ελληνική < από το ἐξέφρασσον, αόριστο του < ελληνιστικού ή ίσως και μεταγενέστερου ἐκφράσσω
Ρήμα
[επεξεργασία]ξεφράζω
- ξεβουλώνω νεροχύτη ή άλλες υδραυλικές εγκαταστάσεις που έχουν φραγεί
- απομακρύνω ένα φράγμα που είχε τοποθετηθεί σκόπιμα κατά το παρελθόν, όπως π.χ. ένα φράχτη
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεφράζω | ξέφραζα | θα ξεφράζω | να ξεφράζω | ξεφράζοντας | |
β' ενικ. | ξεφράζεις | ξέφραζες | θα ξεφράζεις | να ξεφράζεις | ξέφραζε | |
γ' ενικ. | ξεφράζει | ξέφραζε | θα ξεφράζει | να ξεφράζει | ||
α' πληθ. | ξεφράζουμε | ξεφράζαμε | θα ξεφράζουμε | να ξεφράζουμε | ||
β' πληθ. | ξεφράζετε | ξεφράζατε | θα ξεφράζετε | να ξεφράζετε | ξεφράζετε | |
γ' πληθ. | ξεφράζουν(ε) | ξέφραζαν ξεφράζαν(ε) |
θα ξεφράζουν(ε) | να ξεφράζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξέφραξα | θα ξεφράξω | να ξεφράξω | ξεφράξει | ||
β' ενικ. | ξέφραξες | θα ξεφράξεις | να ξεφράξεις | ξέφραξε | ||
γ' ενικ. | ξέφραξε | θα ξεφράξει | να ξεφράξει | |||
α' πληθ. | ξεφράξαμε | θα ξεφράξουμε | να ξεφράξουμε | |||
β' πληθ. | ξεφράξατε | θα ξεφράξετε | να ξεφράξετε | ξεφράξτε | ||
γ' πληθ. | ξέφραξαν ξεφράξαν(ε) |
θα ξεφράξουν(ε) | να ξεφράξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεφράξει | είχα ξεφράξει | θα έχω ξεφράξει | να έχω ξεφράξει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεφράξει | είχες ξεφράξει | θα έχεις ξεφράξει | να έχεις ξεφράξει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεφράξει | είχε ξεφράξει | θα έχει ξεφράξει | να έχει ξεφράξει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεφράξει | είχαμε ξεφράξει | θα έχουμε ξεφράξει | να έχουμε ξεφράξει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεφράξει | είχατε ξεφράξει | θα έχετε ξεφράξει | να έχετε ξεφράξει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεφράξει | είχαν ξεφράξει | θα έχουν ξεφράξει | να έχουν ξεφράξει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξεφράζω
|