ξεφτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεφτώ < αρχαία ελληνική ἐκπτύω < πτύω
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεφτώ
- άλλη μορφή του ξεφτίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεφτώ
|