ξημερωθείτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ξημερωθείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ξημερώνομαι
  2. θα ξημερωθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ξημερώνομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ξημερώνομαι