ξουραφίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξουραφίζω < ξουράφι
Ρήμα[επεξεργασία]
ξουραφίζω και ξυραφίζω
- → δείτε τη λέξη ξυραφίζω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξουραφίζω | ξουράφιζα | θα ξουραφίζω | να ξουραφίζω | ξουραφίζοντας | |
β' ενικ. | ξουραφίζεις | ξουράφιζες | θα ξουραφίζεις | να ξουραφίζεις | ξουράφιζε | |
γ' ενικ. | ξουραφίζει | ξουράφιζε | θα ξουραφίζει | να ξουραφίζει | ||
α' πληθ. | ξουραφίζουμε | ξουραφίζαμε | θα ξουραφίζουμε | να ξουραφίζουμε | ||
β' πληθ. | ξουραφίζετε | ξουραφίζατε | θα ξουραφίζετε | να ξουραφίζετε | ξουραφίζετε | |
γ' πληθ. | ξουραφίζουν(ε) | ξουράφιζαν ξουραφίζαν(ε) |
θα ξουραφίζουν(ε) | να ξουραφίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξουράφισα | θα ξουραφίσω | να ξουραφίσω | ξουραφίσει | ||
β' ενικ. | ξουράφισες | θα ξουραφίσεις | να ξουραφίσεις | ξουράφισε | ||
γ' ενικ. | ξουράφισε | θα ξουραφίσει | να ξουραφίσει | |||
α' πληθ. | ξουραφίσαμε | θα ξουραφίσουμε | να ξουραφίσουμε | |||
β' πληθ. | ξουραφίσατε | θα ξουραφίσετε | να ξουραφίσετε | ξουραφίστε | ||
γ' πληθ. | ξουράφισαν ξουραφίσαν(ε) |
θα ξουραφίσουν(ε) | να ξουραφίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξουραφίσει | είχα ξουραφίσει | θα έχω ξουραφίσει | να έχω ξουραφίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξουραφίσει | είχες ξουραφίσει | θα έχεις ξουραφίσει | να έχεις ξουραφίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξουραφίσει | είχε ξουραφίσει | θα έχει ξουραφίσει | να έχει ξουραφίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξουραφίσει | είχαμε ξουραφίσει | θα έχουμε ξουραφίσει | να έχουμε ξουραφίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξουραφίσει | είχατε ξουραφίσει | θα έχετε ξουραφίσει | να έχετε ξουραφίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξουραφίσει | είχαν ξουραφίσει | θα έχουν ξουραφίσει | να έχουν ξουραφίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ξυραφίζω