ογκανίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ογκανίζω < αρχαία ελληνική ὀγκάομαι/ὀγκῶμαι
Ρήμα
[επεξεργασία]ογκανίζω
- γκαρίζω (για την κραυγή του γαϊδάρου)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ογκανίζω | ογκάνιζα | θα ογκανίζω | να ογκανίζω | ογκανίζοντας | |
β' ενικ. | ογκανίζεις | ογκάνιζες | θα ογκανίζεις | να ογκανίζεις | ογκάνιζε | |
γ' ενικ. | ογκανίζει | ογκάνιζε | θα ογκανίζει | να ογκανίζει | ||
α' πληθ. | ογκανίζουμε | ογκανίζαμε | θα ογκανίζουμε | να ογκανίζουμε | ||
β' πληθ. | ογκανίζετε | ογκανίζατε | θα ογκανίζετε | να ογκανίζετε | ογκανίζετε | |
γ' πληθ. | ογκανίζουν(ε) | ογκάνιζαν ογκανίζαν(ε) |
θα ογκανίζουν(ε) | να ογκανίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ογκάνισα | θα ογκανίσω | να ογκανίσω | ογκανίσει | ||
β' ενικ. | ογκάνισες | θα ογκανίσεις | να ογκανίσεις | ογκάνισε | ||
γ' ενικ. | ογκάνισε | θα ογκανίσει | να ογκανίσει | |||
α' πληθ. | ογκανίσαμε | θα ογκανίσουμε | να ογκανίσουμε | |||
β' πληθ. | ογκανίσατε | θα ογκανίσετε | να ογκανίσετε | ογκανίστε | ||
γ' πληθ. | ογκάνισαν ογκανίσαν(ε) |
θα ογκανίσουν(ε) | να ογκανίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ογκανίσει | είχα ογκανίσει | θα έχω ογκανίσει | να έχω ογκανίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ογκανίσει | είχες ογκανίσει | θα έχεις ογκανίσει | να έχεις ογκανίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ογκανίσει | είχε ογκανίσει | θα έχει ογκανίσει | να έχει ογκανίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ογκανίσει | είχαμε ογκανίσει | θα έχουμε ογκανίσει | να έχουμε ογκανίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ογκανίσει | είχατε ογκανίσει | θα έχετε ογκανίσει | να έχετε ογκανίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ογκανίσει | είχαν ογκανίσει | θα έχουν ογκανίσει | να έχουν ογκανίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ογκανίζω
→ δείτε τη λέξη γκαρίζω |