οριζοντιωθήκαμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]οριζοντιωθήκαμε
- α' πληθυντικό οριστικής αορίστου του ρήματος οριζοντιώνομαι
οριζοντιωθήκαμε